Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι (ΙΦΝΕ) του εντέρου είναι χρόνιες παθολογικές καταστάσεις του πεπτικού σωλήνα, άγνωστης μέχρι σήμερα αιτιολογίας και περιλαμβάνουν κυρίως την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο Crohn. Αν και οι δύο αυτές παθήσεις έχουν τις ίδιες κλινικές εκδηλώσεις δηλ. διάρροια, δυσανεξία στις τροφές, απώλεια αίματος από το έντερο, απώλεια βάρους, διαταραχές θρέψης και ανάπτυξης στα παιδιά, πυρετό και διάφορες εξωεντερικές εκδηλώσεις (αρθριτικές, δερματικές, ηπατικές, οφθαλμολογικές), διαφέρουν στην παθογένεσή τους. Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει το βλεννογόνο μόνο του παχέος εντέρου και τις περισσότερες φορές περιορίζεται αρχικά στο αριστερό κόλον, ενώ η νόσος Crohn είναι χρόνια φλεγμονή του γαστρεντερικού σωλήνα που προσβάλλει συχνότερα τον ειλεό του λεπτού εντέρου και το κόλον.
Πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες των ΙΦΝΕ είναι γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ανοσολογικοί. Φαίνεται ότι πολυμορφισμοί γονιδίων που είναι υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού έχουν σαν αποτέλεσμα την εμπόδιση της εκκαθάρισης των παθογόνων βακτηρίων από τα μακροφάγα κύτταρα και την μειωμένη έκκριση αμυντικών παραγόντων στο ΓΕΣ με συνέπεια την ανάπτυξη ΙΦΝΕ. Ακόμα περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η δίαιτα, το stress, οι μολύνσεις, τα μη αντιφλεγμονώδη φάρμακα και η προσωπική υγιεινή ευνοούν την εκδήλωση ΙΦΝΕ. Επίσης η ύπαρξη φυσιολογικής εντερικής μικροχλωρίδας παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ΙΦΝΕ, αφού έρευνες δείχνουν ότι οι νόσοι δεν εμφανίζονται σε πειραματόζωα χωρίς μικροβιακή χλωρίδα.
Οι παραπάνω παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα την ανώμαλη ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στην εντερική μικροχλωρίδα. Αυτή η επίθεση που δέχεται η μικροχλωρίδα από το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ως επακόλουθο την απελευθέρωση ισχυρών προφλεγμονώδων κυτταροκινών, εικοσανοειδών και βλαπτικών ελεύθερων ριζών. Οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες διεγείρουν τα επιθηλιακά κύτταρα του βλεννογόνου με αποτέλεσμα να εκφράζουν στην επιφάνεια τους αντιγόνα. Σε φυσιολογικά άτομα η επεξεργασία των αντιγόνων αυτών γίνεται από τα Τ8 κατασταλτικά λεμφοκύτταρα, ενώ σε ασθενείς με ΙΦΝΕ γίνεται από τα Τ4 βοηθητικά λεμφοκύτταρα κάτι που οδηγεί στην πυροδότηση της φλεγμονής. Ακόμα ασθενείς με ΙΦΝΕ παρουσιάζουν βλάβη στο κυτταρικό φραγμό και στο ανοσολογικό σύστημα του βλεννογόνου του εντέρου, διευκολύνοντας έτσι την ανάπτυξη φλεγμονής. Τέλος πολλές μελέτες έδειξαν ότι ασθενείς με ΙΦΝΕ δεν έχουν φυσιολογική εντερική μικροβιακή χλωρίδα. Έχουν μειωμένη ανάπτυξη βακτηρίων του γαλακτικού οξέος όπως Lactobacillus spp και Bifidobacterium spp και αυξημένη ανάπτυξη βλαπτικών βακτηρίων όπως Bacteroides spp, Escherichia coli(E.coli) και Enterobacterium spp.
Η αναγνώριση της σχέσης μεταξύ της εντερικής χλωρίδας και της ανάπτυξης των ΙΦΝΕ οδήγησαν στη μελέτη θεραπευτικών μεθόδων που θα τροποποιούσαν τα βλαπτικά βακτήρια της μικροχλωρίδας, χρησιμοποιώντας προβιοτικά και πρεβιοτικά.
Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί οι οποίοι υπάρχουν στο έντερο μας καθώς και σε ορισμένα τρόφιμα και συμπληρώματα και έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την υγεία του εντέρου. Τα πρεβιοτικά είναι η τροφή αυτών των μικροοργανισμών και αποτελούνται από ορισμένα είδη υδατανθράκων (λακτόζη, φρουκτοολιγοσακχαρίτες και ινουλίνη) τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να χωνέψει – ωστόσο μπορούν τα προβιοτικά τα οποία βρίσκονται στο γαστρεντερικό αυλό.
Οι θετικές επιδράσεις των πρόβιοτικών στον οργανισμό είναι:
- Βελτιώνουν τη λειτουργία του κυτταρικού φραγμού
- Ενισχύουν το ανοσολογικό σύστημα του βλεννογόνου
- Μεταβάλλουν την εντερική μικροχλωρίδα
- Ενισχύουν την βιοδιαθεσιμότητα των θρεπτικών ουσιών
- Μειώνουν τα συμπτώματα δυσανεξίας λακτόζης
- Μειώνουν το κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων καρκίνων του πεπτικού συστήματος
Επίσης η κατανάλωση των πρεβιοτικών έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω τα προβιοτικά έχουν ωφέλιμες επιδράσεις στο εντερικό επιθήλιο άμεσα και έμμεσα, ενισχύοντας την λειτουργία του κυτταρικού φραγμού, ρυθμίζοντας την λειτουργία του ανοσολογικού συστήματος του βλεννογόνου, μεταβάλλοντας την εντερική μικροχλωρίδα και παράγοντας αντιμικροβιακές ουσίες.
Προβιοτικά και Ελκώδης Κολίτιδα
Η θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας με προβιοτικά έχει μελετηθεί σε πολλές κλινικές έρευνες. Όλες δείχνουν ότι τα προβιοτικά είτε προκαλούν κλινική και ενδοσκοπική βελτίωση είτε μειώνουν τη παραγωγή προφλεγμονώδων κυτταροκινών.
Μια μικρή έρευνα των Rembacken et al. μελέτησε τη χρήση του μη παθογόνου μικροοργανισμού Ε. coli Nissle 1917 και παρατήρησαν ότι μπορεί να διατηρηθεί η ύφεση της ελκώδης κολίτιδας σε σύγκριση με τη χρήση μικρών δόσεων μεσαλαμίνης. Η υποτροπή στους ασθενείς που λάμβαναν Ε. coli Nissle 1917 εκτιμήθηκε 16-67%, ενώ στους ασθενείς που λάμβαναν μεσαλαμίνη η υποτροπή εκτιμήθηκε 11-73%. Οι Zocco et al. μελέτησαν την επίδραση του Lactobacillus GG (L.GG) στην διατήρηση της ύφεσης της ελκώδης κολίτιδας. Δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά ανάμεσα στις 3 ομάδες που λάμβαναν μόνο L.GG, μόνο μεσαλαμίνη και συνδυασμό των δύο, αλλά οι ασθενείς που λάμβαναν L.GG είχαν μεγαλύτερες περιόδους ύφεσης σε σχέση με τους ασθενείς που λάμβαναν μεσαλαμίνη. Επίσης κλινική μελέτη με Bifidobacterium που βρισκόταν σε γάλα και χρησιμοποιήθηκε από ασθενείς με ελκώδης κολίτιδα για 12 μήνες, έδειξε σημαντική ενδοσκοπική βελτίωση.
Τέλος, όλες οι έρευνες έδειξαν ότι η αύξηση των εντερικών προβιοτικών βακτηρίων επανέρχεται στα αρχικά επίπεδα ένα μήνα αφού σταματήσει η θεραπεία με προβιοτικά και ο αποικισμός των βακτηρίων των προβιοτικών είναι παροδικός.
Προβιοτικά και Νόσος Crohn
Οι αποδείξεις της χρήσης των προβιοτικών για τη πρόληψη και τη θεραπεία της νόσου Crohn είναι λιγότερες από ότι της ελκώδης κολίτιδας. Οι Guslandi et al. παρατήρησαν ότι μόνο 6.3% των ασθενών που λάμβαναν μεσαλαμίνη και Saccharomyces boulardii σημείωσαν ύφεση σε σχέση με τους 37.5% ασθενείς που λάμβαναν μόνο μεσαλαμίνη μετά από 6 μήνες. Ακόμα οι McCarthy et al. παρατήρησαν ότι μετά τη χορήγηση του μικροοργανισμού Lactobacillus salivarius UCC118 μείωσε σημαντικά την ενεργότητα της ήπιας προς μέτριας νόσου. Σε πιλοτική τυχαιοποιημένη έρευνα, ασθενείς με νόσο Crohn που λάμβαναν μη παθογόνο μικροοργανισμό E.coli Nissle 1917 ως προβιοτικό, μετά από ένα χρόνο, η ύφεση των συμπτωμάτων της νόσου ήταν μικρότερη σε σχέση με τους ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με στεροειδή.
Παρά τις πολλά υποσχόμενες μελέτες, υπάρχουν και πολλές μελέτες που αναφέρουν την αναποτελεσματικότητα των προβιοτικών στην θεραπεία της νόσου Crohn.
Πρεβιοτικά και Ελκώδης Κολίτιδα
Αν και υπάρχουν ελάχιστες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ανθρώπους χρησιμοποιώντας πρεβιοτικά, φαίνεται ότι είναι δυνατή η θεραπεία της ελκώδης κολίτιδα με πρεβιοτικά.
Οι Knauchi et al. χορήγησαν πρεβιοτικά σε ασθενείς με ήπια και μέτρια ενεργό ελκώδη κολίτιδα για 24 βδομάδες και παρατήρησαν σημαντική μείωση των κλινικών ενδείξεων της νόσου σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Επίσης κλινική μελέτη σε 22 ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα που λάμβαναν 20gr πρεβιοτικών με κριθάρι είχε ως αποτέλεσμα σημαντική ενδοσκοπική βελτίωση και μείωση της συχνότητας των υποτροπών 3, 6 και 12 μήνες μετά, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Διπλή τυφλή τυχαιοποιημένη κλινική έρευνα των Furrie et al. εξέτασε τη χρήση συμβιωτικών σε 18 ασθενείς με ενεργό ελκώδη κολίτιδα, χρησιμοποιώντας συνδυασμό των B. longum, ινουλίνη και ολιγοφρουκτόζη. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας ήταν ενθαρρυντικά, αφού μειώθηκε η φλεγμονή στο σιγμοειδές έντερο στους ασθενείς που λάμβαναν συμβιωτικά σε σχέση με τους ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Επίσης τα επίπεδα των TNF-α και ΙL-1β είχαν μειωθεί. Επιπλέον με βιοψία που έγινε στο όρθο βρέθηκε μείωση της φλεγμονής και μεγαλύτερη επιθηλιακή αναγέννηση στην ομάδα που λάμβανε συμβιωτικά.
Πρεβιοτικά και Νόσος Crohn
Οι Linday et al. χορήγησαν σε ασθενείς με νόσο Crohn 15gr φρουκτοολιγοσακχαρίτες και παρατήρησαν σημαντική μείωση της ενεργότητας της νόσου, αύξηση των εντερικών bifidobacterium και αύξηση της ανταπόκρισης των βλεννογόνων κυττάρων.
Η σχέση μεταξύ της εντερικής μικροχλωρίδας και των ΙΦΝΕ είναι μερικώς κατανοητή. Η τροποποίηση της σύνθεσης της μικροχλωρίδας χρησιμοποιώντας προβιοτικά και πρεβιοτικά είναι μια πολλά υποσχόμενη θεραπευτική προσέγγιση των ΙΦΝΕ. Χρειάζεται να πραγματοποιηθούν και άλλες κλινικές μελέτες χρησιμοποιώντας προβιοτικά και πρεβιοτικά για να κατανοήσουμε πλήρως τους μηχανισμούς προστασίας αυτών. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των βακτηρίων και του γαστρεντερικού σωλήνα θα βοηθήσει στο προσδιορισμό των μικροοργανισμών των προβιοτικών που ίσως έχουν θετική επίδραση στη θεραπεία των Ιδιοπαθών Φλεγμονώδων Νόσων του Εντέρου.
Ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος να λάβουμε προβιοτικά και πρεβιοτικά είναι μέσω συμπληρωμάτων διατροφής. Αλλά υπάρχουν και τρόφιμα που περιέχουν προβιοτικά και αυτά είναι το παραδοσιακό κατσικίσιο ή πρόβειο γιαούρτι, το κεφίρ, το ξινόγαλα ή αριάνη, τα μαλακά τυριά όπως η μοτσαρέλα, το cottage, το κατίκι, το cheddar, η φέτα, ο τραχανάς που φτιάχνετε με ξινισμένο γάλα και τα τουρσι που φτιάχνονται σε άλμη. Επιπλέον τα πρεβιοτικά μπορούμε να τα βρούμε σε τρόφιμα όπως η μπανάνα, το μήλο, το μέλι, η βρώμη, οι αγκινάρες, τα σπαράγγια, τα δημητριακά ολ. Άλεσης, το ρύζι, το σκόρδο και το κρεμμύδι. Ο συνδυασμός τροφίμων με πρόβιοτικά και πρεβιοτικά θα μεγιστοποιήσει τις ευεργετικές δράσεις τους και βοηθήσει στην διατηρήσει την υγεία του γαστρεντερικού αυλού.
Δημητρίου Δήμητρα